αμβλώ — ἀμβλῶ ( όω) (Α) ἀμβλίσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ρ. ἀμβλίσκω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμβλωθρίδιος μσν. ἀμβλώθριον] … Dictionary of Greek
άμβλωμα — το (Α ἄμβλωμα) [ἀμβλῶ] νεοελλ. 1. πρόωρα γεννημένο έμβρυο 2. κάθε ελλιπές και κακότεχνο κατασκεύασμα αρχ. η άμβλωση, έκτρωση … Dictionary of Greek
άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… … Dictionary of Greek
αμβλίσκω — ἀμβλίσκω και ἀμβλισκάνω και ἀμβλύσκω και ἀμβλῶ, όω (AM) μσν. γεννώ πρόωρα και αποβάλλω ατελές έμβρυο αρχ. 1. αποβάλλω εκούσια το έμβρυο, τό σκοτώνω, προκαλώ έκτρωση 2. παθ. αποτυγχάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ετυμολογικά συγγενής πιθ. με τη λ. μύλη… … Dictionary of Greek
αμβλωθρίδιος — ἀμβλωθρίδιος, ον (Α) [ἀμβλῶ] 1. αυτός που προκαλεί άμβλωση, αποβολή τού εμβρύου 2. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμβλωθρίδιον α) φάρμακο που προκαλεί την αποβολή εμβρύου β) το ίδιο το έμβρυο που αποβλήθηκε … Dictionary of Greek
αμβλωτικός — ή, ό (Α ἀμβλωτικός, ή, όν) [ἀμβλῶ] αυτός που προκαλεί άμβλωση ή χρησιμοποιείται σ αυτήν … Dictionary of Greek
αμβλώθριον — ἀμβλώθριον, το (Μ) [ἀμβλῶ] το αμβλωθρίδιον (βλ. αμβλωθρίδιος) … Dictionary of Greek
εξαμβλώνω — (AM ἐξαμβλῶ, έω) [αμβλώ] προκαλώ άμβλωση, πρόωρη αποβολή τού εμβρύου («σὴν παῑδα φαρμακοῡμεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῡμεν», Ευρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι μάταιο («φροντίδ ἐξήμβλωκας», Αριστοφ.) 2. διαφθείρω, χαλώ («ποία σώματος ἰσχύς οὐκ ἐξαμβλοῡται... δι… … Dictionary of Greek